- ἀνατέμνει
- ἀνατέμνωcut uppres ind mp 2nd sgἀνατέμνωcut uppres ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
νεκροτόμος — ο (συν. το αρσ. και θηλ. ως ουσ.) ο, η νεκροτόμος αυτός που κάνει νεκροτομία, που ανατέμνει πτώματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < νεκρ(ο) * + τόμος (< τέμνω), πρβλ. λιθο τόμος] … Dictionary of Greek
σπλαγχνοτόμος — ὁ, Α (ως προσωνυμία τού Διός στην Κύπρο) αυτός που ανατέμνει τα σπλάγχνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπλάγχνα + τόμος (< τόμος < τέμνω)] … Dictionary of Greek
Γκίσινγκ, Τζορτζ Ρόμπερτ — (George Robert Gissing, 1857 – 1903). Άγγλος μυθιστοριογράφος. Φοίτησε για ένα διάστημα στο κολέγιο Όουενς του Μάντσεστερ και το 1875 ταξίδεψε στην Αμερική, όπου έζησε σε συνθήκες μεγάλης ανέχειας έως το 1880, οπότε επέστρεψε στο Λονδίνο. Τα… … Dictionary of Greek
Ελλαδα - Μυθολογία — ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ Το μυθολογικό υλικό είναι αποτέλεσμα της προσπάθειας των αρχαίων κοινωνιών να ερμηνεύσουν τον κόσμο, τη ζωή και τις σχέσεις των ανθρώπων. Οι ελληνικοί μύθοι αποτελούν μια κοινωνική, συλλογική προσπάθεια κατανόησης και… … Dictionary of Greek